- μονατομικός
- η , ό[ν] одновалентный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονατομικός — ή, ο βλ. μονοατομικός … Dictionary of Greek
μονοατομικός — και μονατομικός, ή, ο φυσ. χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει ένα αέριο χημικό στοιχείο τα μόρια τού οποίου αποτελούνται από απλά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monatomic (< μον(ο) * + ατομικός)] … Dictionary of Greek
μονοσθενής — ές χημ. μονατομικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σθένος (πρβλ. δι σθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek